
Σαντορίνη / Αρχαία Θήρα / Οικισμός





Η πόλη εκτείνεται στην επιμήκη ράχη του λόφου, με κύριο άξονα μια οδό που τη διατρέχει κατά το μήκος της.
Στα απόκρημνα, στενά και εκτεθειμένα στους ανέμους άκρα της φιλοξενούνται τόποι λατρείας, ενώ στο σχετικά απάνεμο και ευρύτερο κεντρικό τμήμα της, αναπτύσσεται η κατοικημένη περιοχή. Μέσα στα περιορισμένα από τη μορφολογία του εδάφους όριά της, η πόλη διατηρεί την αρχική της δομή και παραμένει μικρών σχετικά διαστάσεων σε όλη τη διάρκεια του βίου της.
Υπαίθρια ιερά, ναοί, ηρώα, δημόσια κτήρια, θέατρο, αγορά, καταστήματα, συνοικίες με κατοικίες και ένα άρτιο οδικό δίκτυο με αποχετευτικό σύστημα συνθέτουν την εικόνα της πόλης που έφεραν στο φως οι ανασκαφές, μάρτυρα της μορφής που είχε πια λάβει το 2ο αι. μ.Χ., στην ύστερη φάση του βίου της.
Για τη μορφή της στους αρχαϊκούς-κλασικούς (7ος-4ος αι. π.Χ.) χρόνους λίγα είναι γνωστά, καθώς η συνεχής κατοίκηση δεν επέτρεψε να διασωθούν αρκετά πρώιμα οικοδομικά κατάλοιπα. Η Αγορά, μια διαπλάτυνση της κύριας οδού στο μέσο της πόλης, τόπος λατρείας και συγκέντρωσης, ήταν περιορισμένη στο νοτιότερο από τα πλατώματα που αποτελούν την τελική μορφή της, και τα σπίτια, κτισμένα πιθανώς επάνω σε μικρά άνδηρα, φαίνεται ότι καταλάμβαναν μόνο την απάνεμη περιοχή γύρω της. Μακριά, στο νότιο- νοτιοανατολικό άκρο της ράχης, ιδρύεται το κύριο κέντρο λατρείας των Θηραίων, με εξέχουσα λατρεία αυτή του Απόλλωνα Καρνείου. Εκεί βρίσκεται και ο χώρος εκπαίδευσης των εφήβων.
Στην ελληνιστική εποχή η πόλη παίρνει νέα μορφή και παράλληλα επεκτείνεται σημαντικά. Η έντονη οικοδομική δραστηριότητα που αναπτύσσεται αντανακλά την ακμή της Θήρας από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. μέχρι το 145 π.Χ., όταν βρίσκεται αρχικά στη σφαίρα επιρροής και αργότερα αποτελεί κτήση και ναυτική βάση των Πτολεμαίων, μοναρχών του ελληνιστικού βασιλείου της Αιγύπτου. Η Αγορά επεκτείνεται, κτίζονται μεγαλοπρεπή δημόσια κτήρια, οι τόποι λατρείας πληθαίνουν και ιδρύονται ιερά προς τιμήν ξένων θεοτήτων και των Πτολεμαίων βασιλέων, οι λατρείες των οποίων εισάγονται την περίοδο αυτή.
Την εποχή αυτή, άλλωστε, φαίνεται ότι διαμορφώνονται οι μεγάλες νησίδες και κατασκευάζονται τα άνδηρα που καθορίζουν την εικόνα της πόλης. Επάνω στα νέα, μεγαλύτερα αυτά άνδηρα κτίζονται ευρύχωρα σπίτια με περιστύλιο. Η κατοικημένη περιοχή απλώνεται πλέον και σε εκτεθειμένα στους ανέμους μέρη της ράχης. Στους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους (1ο-2ο αι. μ.Χ. η Αγορά επεκτείνεται πάλι, κατασκευάζονται δημόσια λουτρά και γίνονται εκτεταμένες επισκευές-μετατροπές σε δημόσια και ιδιωτικά κτήρια.
Από τον 3ο αι. μ.Χ. η πόλη παρακμάζει, κατοικείται πάντως και μετά το τέλος της αρχαιότητας, στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους (4ος-6ος αι. μ.Χ.). Τον 8ο αι. μ.Χ. προσφέρει καταφύγιο από τις αραβικές επιδρομές στους κατοίκους των επινείων που κτίζουν πρόχειρα καταλύματα ανάμεσα στα μισοερειπωμένα πια κτήριά της. Λίγο αργότερα παύει να κατοικείται οριστικά.