
Σαντορίνη / Ιστορία του νησιού


Τα παλαιότερα ίχνη οικισμών στο νησί χρονολογούνται στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. Ευρήματα από τις ανασκαφές του Ακρωτηρίου δείχνουν ότι αυτοί οι πολιτισμοί διήρκησαν έως την ηφαιστειακή έκρηξη που συνέβη κατά την Εποχή του Χαλκού. Η ακριβής ημερομηνία της έκρηξης παραμένει άγνωστη, όμως κάποια πρόσφατα ευρήματα δείχνουν ότι συνέβη μεταξύ 1650 και 1600 π.Χ. Ωστόσο, οι χρονολογίες αυτές έρχονται σε σύγκρουση με το σύνηθες χρονολογικό εύρος που προκύπτει από αρχαιολογικά δεδομένα και είναι μεταξύ 1550 και 1500 π.Χ. Όπως βέβαια προκύπτει και από τις δύο χρονολογικές υποθέσεις, μέχρι το τέλος του 13ου αιώνα π.Χ. όλα τα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στο νησί είχαν εξαφανιστεί.
Οι επόμενοι άποικοι του νησιού ήταν οι Φοίνικες, ένας πολιτισμός που είχε ήδη πολιτισμό βασισμένο στο θαλάσσιο εμπόριο και εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη Μεσόγειο κατά την περίοδο από το 1200 π.Χ. έως το 900 π.Χ.
Τον 9ο αιώνα π.Χ., οι Λακεδαιμόνιοι (Περίοδος Δωριέων στην Ελλάδα) ήρθαν στο νησί και ίδρυσαν την πόλη της Αρχαίας Θήρας στο Μέσα Βουνό. Ονόμασαν την πόλη και το νησί εκ μέρους του Σπαρτιάτη διοικητή και αρχηγού τους, Θήρα. Το νησί της Θήρας έγινε τότε ένα σημαντικό εμπορικό σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ενώ οι Θηραίοι ταξίδεψαν ως την ακτή της Βόρειας Αφρικής, όπου ίδρυσαν την αρχαία πόλη της Κυρήνης (στη σύγχρονη Λιβύη). Εκείνη την εποχή, το φοινικικό αλφάβητο υιοθετήθηκε για τη γραπτή ελληνική και άρχισε να χρησιμοποιείται και στην Θήρα (το ελληνικό αλφάβητο με τη σειρά του οδήγησε στο Γοτθικό, το Γλαγολιτικό, το Κυριλλικό, το Κοπτικό, καθώς και το Λατινικό αλφάβητο).
Αργότερα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και κατά τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, η Θήρα δεν έπαιξε ιδιαίτερο πολιτικό ή στρατιωτικό ρόλο. Ο Χριστιανισμός εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο νησί κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα μ.Χ., και η εκκλησία της Παναγίας Επισκοπής χτίστηκε στα τέλη του 11ου αιώνα από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, ο Marco Sanudo κατέλαβε το Αιγαίο και ίδρυσε το Δουκάτο της Νάξου (επίσης γνωστό ως το Δουκάτο του Αιγαίου). Ο Marco Sanudo κυβέρνησε κατά την περίοδο 1207-1227 και έκανε το διοικητικό αρχηγείο του δουκάτου στο νησί της Νάξου. Η Θήρα έγινε η έδρα για μια από τις τέσσερις Καθολικές Επισκοπές του Δουκάτου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Σαντορίνη επεκτάθηκε οικονομικά με την καλλιέργεια βαμβακιού και σταφυλιών. Αντιμετώπιζε όμως σημαντικά προβλήματα πειρατικών επιδρομών, εσωτερικά προβλήματα διαμαχών των αντίπαλων αρχόντων καθώς και πολιτικά προβλήματα που προέκυπταν από τις διαφορές μεταξύ του Δούκα της Νάξου και του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (έζησε από το 1494 έως το 1566).
Ο Marco Sanudo έδωσε τα Θήρα και τη Θηρασιά ως φέουδα στον Giacomo Barozzi, οι απόγονοι του οποίου διοίκησαν το νησί (με εξαίρεση κάποια σύντομα χρονικά διαστήματα) μέχρι το 1480. Ο Barozzi έχτισε το πρώτο κάστρο του Σκάρου «Επάνω Κάστρο» ή «La Roka». Το 1480 δούκας της Νάξου ήταν ο Giacomo Crispo, ο οποίος αποφάσισε να δώσει τη Θήρα ως προίκα για το γάμο της κόρης του Fiorenza με τον Domenico Pizani, γιο του δούκα της Κρήτης . Λίγο μετά το θάνατο του Giacomo Crispo, το νησί κατελήφθη από τον αδελφό του Gianni που το επανέφερε στο Δουκάτο της Νάξου .
Η Θήρα σταδιακά ακολούθησε την τύχη των άλλων νησιών του Αιγαίου. Είχε επανειλημμένα δεχθεί επιθέσεις από τούρκους κουρσάρους όταν ο ναύαρχος του οθωμανικού στόλου Barbaros Hayreddin Πασά (επίσης γνωστός ως Hizir Hayreddin Πασά), ο οποίος κυριαρχούσε ήδη στο Αιγαίο, κατέκτησε τελικά το νησί. Ο Barbaros Hayreddin Πασά γεννήθηκε το 1478 στο νησί Midilli (Λέσβος για την σύγχρονη Ελλάδα) και πέθανε το 1546 στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Barbaros Hayreddin Πασάς κατέλαβε τα νησιά Κέα (Τζια), Μύκονο και Θήρα από τους Ενετούς και ανάγκασε τις τοπικές κυβερνήσεις να αναγνωρίσουν την κυριαρχία του Σουλτάνου. Η Θήρα τελικά εγκαταλείφθηκε στα χέρια των Τούρκων το 1566. Η τουρκική κυριαρχία οδήγησε τελικά στην κατάργηση της πειρατείας και στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου.
Οι Οθωμανοί κυβερνούσαν την Ελλάδα μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Το 1821 οι Έλληνες επαναστάτησαν και η Σαντορίνη, με το μεγάλο της στόλο έλαβε μέρος στην επανάσταση. Ο καπετάνιος Ευάγγελος Ματζαράκης ύψωσε τη σημαία της Ανεξαρτησίας στη Σαντορίνη στις 5 Μαΐου του ίδιου έτους.
Η Ελλάδα κήρυξε την ανεξαρτησία της, αλλά δεν κατάφερε να την επικυρώσει μέχρι τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης τον Ιούλιο του 1832, ενώ η Σαντορίνη προσαρτήθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα το 1912. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, η Σαντορίνη διατηρούσε ακμάζουσα εμπορική ναυτιλία που συμπεριλάμβανε σημαντικές εξαγωγές κρασιού, ντομάτας και κλωστοϋφαντουργικών. Ωστόσο, με την εισαγωγή των ατμόπλοιων, τα εργοστάσια μετακινήθηκαν από το νησί στην ηπειρωτική χώρα, προκαλώντας ένα σοβαρό πλήγμα στην τοπική οικονομία.

